"Δοκίμιο στην Αποτείχιση"! Ένα αποκαλυπτικό βιβλίο του κ. Ιωάννη Ρίζου.
Λέει
ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὰ πτερὰ ἐδόθησαν εἰς
τὰ πτηνὰ διὰ νὰ ἀποφεύγουν τὰς παγίδας. Καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἐδόθη τὸ λογικὸν
διὰ νὰ ἀποφεύγουν τὴν ἁμαρτίαν». Ἐκ μέρους κυρίως τῶν Ἐπισκόπων ἔχει προκύψει ζήτημα, γιὰ τὸ
ἂν ὁ πιστὸς εἶναι σὲ θέση νὰ κρίνει τί
εἶναι Ὀρθόδοξο καὶ τί ὄχι. Καὶ τό τί
τελικὰ εἶναι ἀλήθεια καί τί πλάνη, ἰσχυρίζονται, μπορεῖ μόνο ὁ Ἐπίσκοπος νὰ τὸ
κρίνει. Στὸ Α΄ Μέρος τοῦ βιβλίο μας στὸ κεφάλαιο: «Δὲν εἶναι δική μου δουλειά»,
παραθέσαμε ἄφθονα ἁγιογραφικὰ καὶ πατερικὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἀποδείκνυαν ὅτι ἡ
εὐθύνη ἑκάστου πιστοῦ εἶναι μεγάλη στὸ νὰ ἀναγνωρίσει καὶ νὰ προασπίσει τὸ Ὀρθόδοξο καὶ νὰ ἀπορρίψει τὴν
αἵρεση. Ἐπίσης ἀποδείξαμε καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία παρέχει στὸν πιστὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη
μὲ τὴν ὁποία τὸν καθιστᾷ ἱκανὸ νὰ κρίνει, νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἐπιλέξει τὸ
Ὀρθόδοξο ἀπὸ τὸ αἱρετικό. Μία ἱκανότητα
ποὺ πρωτίστως δωρίζεται καὶ διασφαλίζεται γιὰ κάθε βαπτισμένο μὲ τὸ
Μυστήριο τοῦ Χρίσματος.
Ἐπιχειρεῖται ἀπὸ τὸν Κλῆρο νὰ μεταβιβαστεῖ ἡ συνείδηση καὶ
ἡ κρίση τοῦ πιστοῦ (σὰν μία διοικητικὴ
δικαιοδοσία) στὰ χέρια τοῦ Ἐπισκόπου. Μᾶλλον ἔχει γίνει πεποίθηση στὸν Κλῆρο
ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει τὸν ἄνθρωπο ἀνάλογα μὲ τὸ διοικητικὸ ἀξίωμα ποὺ ἔχει
στὴν Ἐκκλησία κι ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸν βίο καὶ τὴν πρόοδό του στὴν ἁγιότητα. Ἄδηλα,
αὐτοὶ οἱ εὑρεσιολόγοι θεολόγοι, προωθοῦν μία νέα θεωρία ποὺ θὰ πρότεινα νὰ
ὀνομαστεῖ «θεωρία τοῦ εὐλαβοῦς βοδιοῦ».
Ὅταν
ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς προτρέπει: «Ἀγαπητοί, νὰ ἐξετάζετε καὶ νὰ διακρίνετε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸ
ἂν πράγματι, ὅπως ἰσχυρίζονται, ἐμπνέονται
[στὰ λόγια τους] ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα», φυσικὰ
καὶ θεωρεῖ τὸν καθένα πιστὸ κατάλληλο γιὰ κάτι τέτοιο καὶ δὲν θέτει ὡς
προαπαιτούμενο καὶ τὴν ταυτόχρονη ἔγκριση τοῦ Ἐπισκόπου του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
καθιστᾷ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας κριτὲς τῶν Ἀποστόλων, ἀκόμα καὶ τῶν ἀγγέλων στὴν
περίπτωση ποὺ ἡ διδασκαλία τους εἶναι ἀντίθετη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ παρέλαβε ἡ
Ἐκκλησία. Λέει στοὺς πιστούς: «Μιλάω
σὲ ἐσᾶς ὡς φρόνιμους καὶ συνετοὺς ποὺ εἶσθε. Κρίνετε ἐσεῖς γιὰ αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς
πῶ ἀμέσως». Καὶ ἀλλοῦ: «Κρίνετε μόνοι σας». Ἀδειοδοτεῖ
τὸ Ἐκκλησίασμα νὰ κρίνει ἀκόμα καὶ αὐτοὺς ποὺ προφήτευαν στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ
ἂν προφήτευαν ἀληθινὰ ἢ ἦταν ἀγύρτες!
Τὸ
ὅτι ἑρμηνεύουμε σωστὰ τὸ ζήτημα
ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο: «Ὁ πιστὸς λοιπὸν μαθητὴς τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπειδὴ ἔχει τὸ χάρισμα
νὰ διακρίνει τὰ πνευματικὰ καὶ ἐπειδὴ οἰκοδόμησε ἐπάνω εἰς τὴν πέτρα τὴν οἰκίαν
τῆς πίστεώς του, στέκει σταθερὸς καὶ παραμένει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὴν ἀπάτη [τῶν
αἱρέσεων]… διὰ τοῦτο εἶναι καλὸν καὶ ἀναγκαῖον νὰ προσευχόμεθα νὰ λάβωμεν τὸ
χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν πνευμάτων διὰ νὰ γνωρίζει ὁ καθένας ποιοὺς ὀφείλει
νὰ ἀποστρέφεται καὶ ποιοὺς νὰ προσεταιρίζεται ὡς ὁμοδόξους…». Καμία
ἀναφορὰ σὲ Ἐπίσκοπο.
Ἡ
Δεσποτοκρατία -χωρίς «ζῆλο εὐσεβείας»- γιὰ μία ἀκόμα φορὰ πληγώνει τὸ ποίμνιο.
Ὁ κάθε πιστὸς εἶναι ἱκανὸς ὄχι νὰ θεολογεῖ, ἀλλὰ νὰ συγκρίνει ἂν αὐτὰ ποὺ
ἀκούει ἀπὸ τὸν διδάσκοντα εἶναι τὰ ἴδια ἢ διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δίδαξαν οἱ
Πατέρες. Στοὺς Ἐφεσίους γράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Μὴ γίνεστε χαζοί· νὰ καταλαβαίνετε ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».
Κι ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι, γιατὶ ἀλλιῶς, πῶς καὶ γιατί καλεῖται ὁ πιστὸς νὰ
ἐπικυρώσει τὴν κάθε χειροτονία, ἀκόμα καὶ τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν ἐκφώνηση
«ἄξιος»; Κι ἂν ὁ πιστὸς λαὸς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κρίνει τί εἶναι Ὀρθόδοξο καὶ
τί ὄχι, πῶς ἀκύρωσε ὁλόκληρες (ληστρικές) συνόδους; Καὶ πῶς ἀπὸ τὸν λαὸ
ἀνάβλυσαν οἱ μυριάδες τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν καὶ Μαρτύρων τῆς Πίστης; Γιατὶ
βέβαια οἱ μυριάδες τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν δὲν ἦταν Ἐπίσκοποι! Οὔτε πῆραν τὴν
ἔγκριση κάποιου ἐπισκόπου γιὰ νὰ φτάσουν στὴν ὁμολογία καὶ στὸ μαρτύριο. Καὶ
ποῦ ἀλήθεια βρίσκονταν οἱ τότε Ἐπίσκοποι, ὅταν οἱ ἁπλοὶ πιστοὶ γίνονταν
Μάρτυρες; Λοιπόν «μηδεὶς ὑμᾶς ἐξαπατάτω
κενοῖς λόγοις», καὶ ἂς μὴ δεχόμαστε
οἱ Ἐπίσκοποι νὰ καταδουλώσουν τὴν κρίση τοῦ πιστοῦ, γιατὶ ἔχουμε «εὐλογία» ἀπὸ
τὸν ἴδιο τὸν Ἀπ. Παῦλο «νὰ μὴν συγκοινωνοῦμε
μὲ κούφια ἔργα ἀλλά…νὰ ἐλέγχουμε».
Γιατὶ ἂν ἡ σοφία εἶναι δουλειὰ μόνο τοῦ Ἐπισκόπου, τότε γιατί ὁ Παῦλος ζητάει
ἀπὸ ἐμᾶς νὰ γίνουμε σοφοί; Θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ζητάει μόνο ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους!
Τὰ
ἴδια διδάσκει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «Τί νὰ κάνουμε γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐπινοοῦν θέσεις διαφορετικὲς ἀπὸ
τὴν διδασκαλία τῶν ἀποστόλων;» τὸν ρώτησαν. «Ἐκκλίνατε
ἀπ’ αὐτῶν», [ἀπάντησε] «καὶ
ἀποπηδᾶτε». «Διὸ παρακαλῶ φεύγειν
καὶ ἀποπηδᾶν αὐτῶν τοὺς συλλόγους».
«Κρεῖττον γὰρ ὑπὸ
μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι». Ἐναποθέτει ξεκάθαρα ὁ
ἱερὸς Πατὴρ στὸν κάθε πιστὸ τὴν εὐθύνη τῆς ἐπιλογῆς.
Τὰ
ἴδια λένε ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες. «Διὰ τοῦτο ἀδελφοὶ πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦμεν ὅπως εἶπε ὁ Κύριος καὶ
νὰ εἴμεθα προσεκτικοὶ μήπως ἐξαπατηθῶμεν ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῶν λόγων ἢ μήπως
ἔλθει κανεὶς μὲ χριστιανικὸν ὄνομα καὶ μᾶς εἰπῇ ὅτι “ἐγὼ κηρύσσω Χριστόν” καὶ
ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀποδειχθῇ ἀντίχριστος».
Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ αὐτὸ ἂν ὁ κάθε πιστὸς ἔχει ἐναποθέσει τὴν κρίση
του στὰ χέρια ἄλλου; Καὶ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ διδασκαλία ποὺ ὁρίζει τὸν παροπλισμὸ
τοῦ Ὀρθόδοξου αἰσθητηρίου τοῦ κάθε πιστοῦ, ὅταν ὁ Ἀπ. Παῦλος θεωρεῖ αὐτονόητο καὶ ἀποδεκτὸ οἱ
χριστιανοί νὰ κρίνουν τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τὰ τῆς Ἐκκλησίας; «Οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμῶν κρίνετε;».
Ὁ
Μ. Βασίλειος λέει: «Ἀρχαία συνήθεια ἦταν
νὰ μὴν δεχόμαστε κάποιον ἂν δὲν
κρίνουμε τὸ τί πιστεύει γιὰ νὰ μὴ βρεθοῦμε ἔνοχοι ἐπικοινωνῶντας μὲ τοὺς
ἐχθροὺς τῆς πίστεως». Ὁ Μ. Ἀθανάσιος συμφωνεῖ: «Aὐτῶν ποὺ ἀποστρεφόμεθα τὸ φρόνημα, ἀπὸ αὐτῶν τὴν κοινωνία
πρέπει νὰ φεύγουμε». Καὶ ἐδῶ καμμία
προϋπόθεση ἔγκρισης τῆς δικῆς μας κρίσης ἀπὸ Ἐπίσκοπο ἢ Σύνοδο. Διακρίνουμε
εὔκολα ὅτι ἡ ὁδηγία τοῦ Ἁγίου, σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος πιστεύει ἄλλα ἀπὸ τὰ
τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν εἶναι νὰ τὸν δεχτοῦμε καὶ νὰ περιμένουμε τὴν καταδίκη του
ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο ἢ τὴν Σύνοδο, ἀλλὰ νὰ τὸν διώξουμε ἀμέσως.
Σήμερα
οἱ Ἐπίσκοποι θεωροῦν τὸν πιστὸ ἠλίθιο νὰ διακρίνει τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὴν αἵρεση
καὶ ἀπαιτοῦν αὐτοὶ οἱ Ἐπίσκοποι καὶ μόνοι νὰ ὑπάρχουν κριτές. Ἀπαλλάσσοντας
ὅμως τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ βασικὸ καθῆκον τῆς γνώσης καὶ τοῦ ἐλέγχου πετυχαίνουν
αὐτὸ ποὺ θέλουν. Τὸ ποίμνιο νὰ βρίσκεται
στὸ σκοτάδι καὶ αὐτοὶ νὰ ἐπιβαίνουν ἐπάνω του σύμφωνα μὲ την δολιότητά
τους. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης
προέτρεπε τοὺς πιστοὺς νὰ κλείνουν τὰ αὐτιά τους
καὶ νὰ φεύγουν μὲ ὅλη τους τὴν δύναμη ἀπό ἀκούσματα ἀσεβῆ -γιὰ τὴν πίστη- νὰ μὴ κοινωνήσουν μὲ τὸν μολυσμό.
Τοὺς ἔλεγε πρότυπά τους νὰ εἶναι οἱ Ἅγιοι, καὶ ὅτι ἡ Χάρις δὲν δόθηκε μόνο στοὺς Ἁγίους ἀλλὰ οἱ ἐντολὲς καὶ ὁ τρόπος σωτηρίας
εἶναι κοινὸς γιὰ ὅλους.
Κάποιοι
κάποτε δὲν ὑπάκουαν στὸν Μ. Βασίλειο. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἔγραψε γιὰ αὐτούς: «...[αὐτοί]
νὰ ὑπακούουν [στὸν Βασίλειο] σὰν παιδιά σὲ πατέρα καὶ νὰ μὴν προβάλλουν ἀντιρρήσεις σὲ ὅσα
αὐτὸς διδάσκει, κατόπιν ἐξετάσεως. Γιατὶ
ἂν μὲν ἦταν ὕποπτος ἔναντι τῆς ἀληθείας καλὰ ἔκαναν καὶ τοῦ ἀντιστέκονταν….κ.λ.π». Βλέπουμε ἐδῶ πὼς ἀκόμα καὶ τὰ λόγια τοῦ
οὐρανοφάντωρος Βασιλείου ἔπρεπε οἱ πιστοὶ νὰ τὰ ἐξετάζουν καὶ μάλιστα ἂν ἦταν
ὕποπτα ἔπρεπε νὰ ἀντισταθοῦν σὲ αὐτά! Στὶς μέρες μας ὅμως πολλοὶ κληρικοί «ξερνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν αἱρετικὴ καρδιά τους», καὶ ἀφοῦ συνετέλεσαν καὶ συντελοῦν στὸν πνευματικὸ νανισμὸ
τοῦ ποιμνίου, τὸ κατηγοροῦν μετὰ ὡς νάνο.
Κάτι
ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ στὸν χῶρο κυρίως τοῦ κοινοβιακοῦ Μοναχισμοῦ στήν
Ἑλλάδα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας ποὺ ἀπευθυνόταν συνήθως σὲ ἀγράμματους ἢ
ὀλιγογράμματους Μοναχούς, ποὺ εἶχαν ὑποσχεθεῖ ἰσόβια ὑπακοή, ἀναγνώριζε τὴν
ἰδιότητά τους νὰ κρίνουν ἄνευ ἐπισκοπῆς ἄλλου. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Ὅσα ἐναντιοῦνται φανερὰ τοῖς θείοις
προστάγμασι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ἐρωτῶμεν, μήτε νὰ λαμβάνωμεν περὶ αὐτῶν
συμβουλήν, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀποφεύγομεν ὅλαις ἡμῶν ταῖς δυνάμεσιν». Στὴν πράξη ὅμως σήμερα ἄλλη διδασκαλία ἐπιφορτίζει τὶς
πλάτες τῶν Μοναχῶν. Ὁ φημισμένος καὶ πολυγραφότατος Ἀρχιμανδρίτης Αἰμιλιανὸς ὁ
Σιμωνοπετρίτης προκάλεσε βαθειὰ ταραχὴ
ὅταν ἔγραψε: «Γιὰ τὸν μοναχὸ πάνω
ἀπ΄ ὅλα εἶναι ὁ γέροντας. Δὲν εἶναι οὔτε τὸ Εὐαγγέλιο, οὔτε ὁ Χριστός, οὔτε ὁ
Θεός, οὔτε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μόνον ὁ γέροντας».
Καὶ ἀλλοῦ: «Γιὰ τὸν μοναχό, ἡ
γνῶσις καὶ τὰ διάφορα διαβάσματα
-πολλῷ μᾶλλον τῆς Ἁγίας Γραφῆς- εἶναι πέσιμο…ὁπωσδήποτε μία πτῶσις κι ἕνας κίνδυνος»(!) Καὶ ἀλλοῦ: «Ὁ ἄνθρωπος ποὺ στηρίζει στὴν Ἁγία Γραφὴ τὴν ζωή του, τὴν γνώση
του, τὴν γνώμη του, τὸ θέλημά του, τὸν ἑαυτό του, ἀγνοεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ
τὸν πλοῦτο Του»(!) Λένε πολλοί μοναχοί: «Καλύτερα νά τά χαλάσεις μέ τόν Χριστό, παρά μέ τόν Γέροντά σου»!!! Νυμφίος λοιπόν δέν εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλὰ ὁ Γέροντας.
Νὰ
γιατὶ ὁ κοινοβιακὸς μοναχισμὸς δὲν ξέρει, δὲν ἀκούει, δὲν θέλει νὰ ξέρει
καὶ δὲν θέλει νὰ ἀκούει. Μόνο νὰ εὔχεται
θέλει στὸν Θεό, νὰ δίνει στοὺς κακόδοξους Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους «πολλὰ τὰ
ἔτη». Ἡ Γεροντολατρεία καὶ ὁ γκουρουϊσμὸς στὰ Κοινόβια, καὶ ἡ Δεσποτοκρατία
στὸν κόσμο ἀφήνουν ἐλεύθερα τοὺς ληστὲς τῆς Θείας διδασκαλίας νὰ ρημάζουν τὸν
ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου.
Ὁ
ὅρος λοιπὸν τῆς «ἐξ ἐνστίκτου» Ἀποτείχισης ποὺ μπορεῖ νὰ κινητοποιήσει τὸν κάθε
πιστὸ γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ καὶ νὰ προφυλλάξει, ἔχει καὶ πρέπει νὰ ἔχει σὰν ἔδαφος
στήριξης τὴν παραδεδομένη Ἁγιογραφικὴ καὶ Ὀρθόδοξη Παρακαταθήκη κι ὄχι μία τρόπον τινα
ἀτομική-προσωπικὴ γνωμάτευση. Ὡς τέτοια
νομίζω –καὶ ὀρθά– τὴν ἐννόησε ὁ ἐμπνευστὴς τοῦ ὅρου π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς (ἂν
δὲν κάνω λάθος).
Λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν στὸν πιστό: «Εὐχαῖς καὶ δάκρυσι τὸν Θεὸν καθικέτευσον
πέμψαι σοὶ ὁδηγὸν ἀπαθῆ τε καὶ ἅγιον.
Ἐρεῦνα δὲ καὶ αὐτὸς τὰς Θείας Γραφάς, καὶ μάλιστα τὰς τῶν
Ἁγίων Πατέρων πρακτικὰς συγγραφάς, ἵνα ταύταις ἀντιπαρατιθεὶς τὰ παρὰ τοῦ
διδασκάλου καὶ προεστῶτος σοὶ διδασκόμενα καὶ πραττομενα, ὡς ἐν κατόπτρῳ
δύνασαι βλέπειν ταῦτα καὶ καταμανθάνειν καὶ τὰ μὲν συνᾴδοντα ταῖς Γραφαῖς,
ἐγκολποῦσθαι κατέχειν τῇ διανοίᾳ. Τὰ δὲ νόθα καὶ ἀλλότρια, διακρίνειν καὶ
ἀποπέμπεσθαι, ἵνα μὴ πλανηθῇς. Πολλοὶ γάρ, ἴσθι, πλάνοι καὶ ψευτοδιδάσκαλοι, ἐν
ταῖς ἡμέραις ταύταις γεγόνασιν».
Καὶ φυσικὰ τὰ παραπάνω συμφωνοῦν μὲ τὸν Ἀπ.
Παῦλο καὶ Ἰωάννη: «Βλέπετε ἑαυτούς͵ ἵνα
μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε ὅτι πολλοὶ πλάνοι εἰς τὸν κόσμον ἐξῆλθον». Λοιπόν, «Ἀγαπητοί͵ μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε͵ ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ
πνεύματα εἰ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται εἰς τὸν κόσμον
εἰσεληλύθασι». «Δοκιμάζετε»
λέει ὁ ἀπόστολος καὶ ὄχι «ἀφῆστε τὸν Ἐπίσκοπό σας νὰ δοκιμάζει γιὰ ἐσᾶς»!
Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς ὁρίζουν τί πρέπει νὰ κάνουν
οἱ λαϊκοί: «...Ὁμοίως καὶ οἱ Λαϊκοί, τοῖς τῇ γνώμῃ τοῦ
Θεοῦ ἐναντία δογματίσασι μὴ πλησιάζετε μηδὲ κοινωνοὶ τῆς ἀσεβείας αὐτῶν
γίνεσθε, λέγει γὰρ καὶ ὁ Θεός. ”ΑΠΟΣΧΙΣΘΗΤΕ ἐκ μέσου τῶν ἀνδρῶν τούτων, ἵνα μὴ
συναπόλησθε αὐτοῖς”. καὶ πάλιν. “ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, λέγει
Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς”».
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος διατείνεται: «Μὴ πλανᾶσθε ἀδελφοί μου, οἰκοφθόροι βασιλείαν Θεοῦ οὐ
κληρονομήσουσιν. Εἰ δὲ οἱ τοὺς ἀνθρωπίνους οἴκους διαφθείροντες, θανάτῳ καταδικάζονται.
πόσῳ μᾶλλον οἱ τὴν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν νοθεύειν ἐπιχειροῦντες, αἰωνίαν τίσουσιν
δίκην, ὑπὲρ ἧς σταυρὸν καὶ θάνατον ὑπέμεινεν ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὁ τοῦ Θεοῦ
μονογενὴς Υἱός; Οὗ τὴν διδασκαλίαν ὁ ἀθετήσας, λιπανθεὶς καὶ παχυνθείς, εἰς γέενναν
χωρήσει. Ὁμοίως δὲ καὶ πᾶς
ἄνθρωπος, ὁ τὸ διακρίνειν παρὰ Θεοῦ εἰληφώς,
[ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει, δηλαδὴ ὅλοι] κολασθήσεται
ἀπείρῳ ποιμένι ἐξακολουθήσας, καὶ ψευδῆ δόξαν
[πίστη] ὡς ἀληθῆ δεξάμενος». Πουθενὰ δὲν ὑπάρχει ἐπισήμανση γιὰ τὴν ἀνικανότητα τοῦ
πιστοῦ, γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα ἀναμονῆς τῆς ἔγκρισης ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴν
Σύνοδο.