ΜΟΡΦΗ ΚΙ ΕΜΦΑΝΙΣΙ
ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Τελευταῖο μέρος
του Δρ. Κων. ΣΙΑΜΑΚΗ
Ἐπειδὴ ἡ Κ.
Διαθήκη δὲν μᾶς δίνει κανένα χαρακτηριστικὸ τῆς μορφῆς των
καὶ τῆς
σωματικῆς των
διαπλάσεως, εἶναι
σκόπιμο νὰ ἐκθέσω μερικὰ ἄλλα ἐγκόσμια
χαρακτηριστικά τους, γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς δίνει
ἀρκετὲς
πληροφορίες ἢ ἔμμεσα μᾶς ἐπιτρέπει
νὰ τὰ ὑποθέσουμε.
αὐτὰ εἶναι ἡ ἐθνικότητά
τους, ἡ
πολιτική τους ἰθαγένεια, ἡ ἡλικία, ἡ
γραμματομάθειά τους, τὸ ἐπάγγελμά τους, καὶ οἱ γλῶσσες τὶς ὁποῖες ἤξεραν
καὶ μιλοῦσαν.
Στὴν Κ.
Διαθήκη πρόσωπα τοῦ θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὑπηρέτησαν
ὡς ἀπόστολοι,
προφῆτες, καὶ
ποικιλότροποι συνεργοὶ τὴ μεγάλη ὑπόθεσι
τῆς
σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, τῆς Χριστιανικῆς
πίστεως, καὶ τῆς θεμελιώσεως τῆς ἐκκλησίας,
κατονομάζονται γύρω στὰ 160. ἀπ’ αὐτὰ 8 τοὐλάχιστον
εἶναι ἐκεῖνα ποὺ δὲν
πρόλαβαν νὰ γίνουν Χριστιανοί, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ
συμβολή τους στὸ ὅλο ἔργο εἶναι πολὺ
μεγάλη. εἶναι ὁ Ζαχαρίας, ἡ Ἐλισάβετ, κι ὁ γιός
τους ὁ Ἰωάννης
βαπτιστής, ὁ μέγιστος τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸν
χαρακτήρισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (Μθ 11,11∙ Λκ 7,28), ὁ θετὸς
πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰωσήφ, ὁ πρεσβύτης Συμεών, καὶ ἡ Ἄννα τοῦ Φανουὴλ ποὺ τὸν ὑποδέχτηκαν
νεογνὸ στὸ ναὸ καὶ
προφήτευσαν γι’ αὐτόν, καὶ ὁ Σίμων ὁ λεπρὸς ὁ
πατέρας τῶν ἀδερφῶν Λαζάρου Μάρθας καὶ
Μαρίας. γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους εἶναι
σίγουρο, ἢ λίγες φορὲς πολὺ πιθανό, ὅτι ἔγιναν
καὶ
Χριστιανοί. πρῶτοι καὶ
μεγάλοι ἀπ’ αὐτούς,
ποὺ
χαρακτηρίζονται ἢ μποροῦν νὰ
χαρακτηριστοῦν ὡς ἀπόστολοι, εἶναι ἀπὸ τοὺς 160 οἱ 24, ἤτοι οἱ 12
μαθηταὶ τοῦ Κυρίου
καὶ ἀπόστολοι,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους
οἱ 3 εἶναι καὶ
συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης,
καὶ ἄλλοι
12, ἀπὸ τοὺς ὁποίους
συγγραφεῖς τῆς Κ. Διαθήκης εἶναι 5∙
οἱ 12 αὐτοὶ ἀπόστολοι
εἶναι οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου
Ἰάκωβος
καὶ Ἰούδας,
οἱ ἀπὸ τοὺς 7
Στέφανος καὶ Φίλιππος, ὁ Βαρνάβας καὶ ὁ ἀνεψιός
του Ἰωάννης
Μάρκος ὁ εὐαγγελιστής,
καὶ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος μὲ τοὺς 5
μεγάλους συνεργάτες του Σιλουανὸ ἢ Σίλα, Λουκᾶ,
Τιμόθεο, Τίτο, καὶ Ἀρίσταρχο. ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς 24 ἀποστόλους
οἱ 20 ἦταν Ἑβραῖοι. ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους
4 ὁ
Τιμόθεος ἦταν μιγὰς Ἑλληνοεβραῖος, οἱ δὲ Λουκᾶς καὶ Τίτος
καὶ Ἀρίσταρχος
δὲν ἦταν Ἑβραῖοι καὶ πιθανῶς ἦταν Ἕλληνες.
Μόνο γι’ αὐτοὺς τοὺς 4 ὑπάρχει
τὸ ἐνδεχόμενο
νὰ ἦταν
ξανθοὶ καὶ
γαλανοί.
Ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους
130 ὠνομασμένους
συνεργάτες τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἀποστόλων
ἐξαιροῦμε κατ’
ἀρχὴν τοὺς 10 ἀποστάτες
(Ἰούδας, Ἀνανίας,
Σαπφίρα, Ἀλέξανδρος χαλκεύς, Ὑμέναιος, Φύγελλος, Ἑρμογένης,
Φίλητος, Δημᾶς, Διοτρέφης), καὶ μένουν οἱ 120 ἅγιοι. ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς 120 οἱ 45 ἦταν ὁπωσδήποτε
Ἑβραῖοι, οἱ 72 Ἕλληνες
(ἢ μερικοὶ ἐξελληνισμένοι
παραμεσόγειοι), οἱ 2 ἴσως Ῥωμαῖοι ἐξ αἵματος
(Κορνήλιος ἑκατόνταρχος, καὶ ἀνθύπατος τῆς
Κύπρου Σέργιος Παῦλος), καὶ 1 Αἰθίοπας
(ὁ ἀνώνυμος
εὐνοῦχος τῆς
Κανδάκης). αὐτὸς ὁ τελευταῖος ἦταν
προφανῶς νέγρος, μεταξὺ δὲ τῶν Ἑλλήνων
καὶ τῶν Ῥωμαίων
δὲν ἀποκλείεται
νὰ ὑπῆρχαν
ξανθοὶ καὶ
γαλανοί. ἀπὸ τοὺς ὠνομασμένους
Ἕλληνες
10 ἦταν
Μακεδόνες, 2 Ἀθηναῖοι, 12 Κορίνθιοι, 4 κάτοικοι τῆς Ἀλεξανδρείας
καὶ τῆς λοιπῆς Ἀφρικῆς, καὶ 1
Κύπριος κάτοικος τῶν Ἰεροσολύμων,
γιὰ μερικοὺς δὲ δὲν εἶναι
γνωστὸ ἀπὸ ποῦ ἦταν. ὡς πρὸς τὸ πρώην
θρήσκευμά τους ἄλλοι ἦταν Ἰουδαῖοι ἢ
προσήλυτοι τοῦ ἰουδαϊσμοῦ, κι ἄλλοι εἰδωλολάτρες.
τέλος ὡς πρὸς τὸ φῦλο οἱ μὲν 24 ἀπόστολοι
ἦταν
φυσικὰ ὅλοι ἄντρες, ἀπὸ δὲ τοὺς 120
συνεργοὺς ἦταν 92 ἄντρες
καὶ 28
γυναῖκες.
Ὅσο ἀφορᾶ στὴν
πολιτικὴ καὶ
κοινωνικὴ ὑπόστασι
τοῦ
Κυρίου, τῶν 24 ἀποστόλων, καὶ τῶν 120
συνεργῶν τους,
ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν ὑπόδουλοι
τῶν Ῥωμαίων
κι ἄλλοι ἦταν
κυρίαρχοι Ῥωμαῖοι θετοί, δηλαδὴ μ’ ἐπίκτητη
ῥωμαϊκὴ ἰθαγένεια.
ὁ Κύριος
καὶ οἱ 12 ἀπόστολοι
καθὼς καὶ οἱ 7 ἀπὸ τοὺς λοιποὺς 12 ἀποστόλους
ἦταν ὑπόδουλοι,
Ῥωμαῖοι δὲ πολῖτες ἦταν 5, ἤτοι ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, οἱ
συναπόστολοί του Σιλουανός, Λουκᾶς, Τίτος, κι ὁ εὐαγγελιστὴς
Μάρκος∙ γι’ αὐτὸ ἔχουν καὶ
λατινικὰ ὀνόματα.
ἀπὸ τοὺς λοιποὺς 120
συνεργοὺς τῶν ἀποστόλων
κυρίαρχοι Ῥωμαῖοι πολῖτες ἦταν 26
ποὺ ἔχουν
λατινικὰ ἐπίσης ὀνόματα.
οἱ συνεργάτες
των κυρίαρχοι Ῥωμαῖοι πολῖτες ἦταν
συνολικὰ 31, ἀπὸ τοὺς ὁποίους
οἱ 5 γυναῖκες (Ἰουλία, Ἰουνία, Ἀπφία,
Κλαυδία, Πρίσκιλλα). αὐτοὶ ποὺ ἦταν Ῥωμαῖοι πολῖτες μὲ
προνόμια κυριάρχων ἐκτὸς ἀπὸ τὸ
λατινικὸ ὄνομα εἶχαν καὶ μία
χάλκινη ταυτότητα, ἡ ὁποία ῥωμαϊστὶ
λεγόταν πριβελέγκιουμ (privilegium). 58
τέτοιες σῳζόμενες ταυτότητες βρέθηκαν ἀνασκαφικῶς καὶ οἱ
φωτογραφίες των δημοσιεύονται στὴ μεγάλη
σειρὰ τῶν
λατινικῶν ἐπιγραφῶν (Corpus Inscriptionum Latinarum, τόμος 3, σελ. 844 – 901). ἐλάχιστοι
συνεργοὶ τῶν ἀποστόλων
ἦταν καὶ δοῦλοι ὅπως ὁ Ὀνήσιμος,
γιὰ τὸν ὁποῖο
γράφτηκε ἡ πρὸς Φιλήμονα Ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, καὶ ἡ Ῥόδη (Πρξ 12,13∙ Φλμ, ὅλη).
Ὑψηλὰ ἀξιώματα
στὸ Ῥωμαϊκὸ κράτος
ἢ στὸν ἰουδαϊσμὸ εἶχαν ἐλάχιστοι
Χριστιανοί. βουλευτὴς ἀπὸ τοὺς 72 τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους ἦταν ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία
ποὺ ζήτησε
ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Κυρίου
καὶ τὄθαψε στὸ δικό
του πολυτελὲς κι ἀμεταχείριστο μνῆμα, γραμματεὺς δὲ τῶν
φαρισαίων ἐπίσημος ἦταν ὁ Νικόδημος. σύζυγος ὑπουργοῦ τοῦ Ἡρῴδου ἦταν ἡ μαθήτρια
τοῦ Κυρίου
Ἰωάννα
τοῦ Χουζᾶ. ὁ
Χριστιανὸς Μαναὴν (Πρξ
13,1) ἦταν σύντροφος τοῦ Ἡρῴδου Β΄,
δηλαδὴ γιὸς τῆς
παραμάνας καὶ θηλάστριας τοῦ Ἡρῴδου. (σύντροφος στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ
λέγεται αὐτὸς ποὺ θήλασε μιὰ γυναῖκα μαζὶ μ’ ἕναν ἄλλο). ὁ Μαναὴν δηλαδὴ ἀπὸ βρέφος
μεγάλωσε κι ἀνδρώθηκε μέσα στ’ ἀνάκτορα μαζὶ μὲ τὸ
συνομήλικό του Ἡρῴδη Β΄∙ καὶ οἱ δυὸ
θήλαζαν τὴ μητέρα τοῦ Μαναήν∙ κι ὅταν γεννήθηκε ὁ
Χριστός, αὐτοὶ ἦταν εἰκοσάρηδες
καὶ πάνω.
οἱ σύντροφοι ἔμεναν ἰσοβίως ἔμπιστοι,
συγκάτοικοι, ἀξιωματοῦχοι.
κι ἀπ’αὐτὸν προφανῶς
ξέρουν οἱ εὐαγγελισταὶ τόσο
πολλὰ μυστικὰ τῆς
βασιλικῆς οἰκογενείας,
λ.χ. τί εἶπε ὁ Ἡρῴδης Α΄κρυφὰ στοὺς
μάγους ποὺ προσκύνησαν τὸ νήπιο Χριστό, ἢ τί
θάνατο εἶχε ὁ Ἡρῴδης Β΄,
ἢ τὶ ἔγινε στὸ
βρόμικο ἐκεῖνο
πάρτυ ποὺ ἔφεραν
στὴν αἴθουσα
τοῦ χοροῦ τὸ κεφάλι
τοῦ
βαπτιστοῦ Ἰωάννου
σὲ
πιατέλλα. Χριστιανὸς πρέπει νὰ ἦταν κι ὁ ἰδιαίτερος
τοῦ Ἡρῴδου Β΄
Βλάστος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο
γνωρίζει ὁ Λουκᾶς τὰ διπλωματικὰ
παρασκήνια τῆς βασιλικῆς αὐλῆς (Πρξ. 12,20). ὅσο ἀφορᾷ στὰ ῥωμαϊκὰ κρατικὰ ἀξιώματα,
ἀνθύπατος
τῆς
Κύπρου ἦταν ὁ
Σέργιος Παῦλος, ἑκατόνταρχος ὁ Κορνήλιος, στρατηγὸς ἢ ἀνθύπατος
ὁ
παραλήπτης τοῦ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου
καὶ τῶν
Πράξεων κράτιστος (= ἐξοχώτατος) Θεόφιλος, ὑπουργὸς οἰκονομικῶν (οἰκονόμος τῆς πόλεως) τῆς τοπικῆς ἀνθυπατικῆς
κυβερνήσεως τῆς Ν. Ἑλλάδος ὁ Ἔραστος στὴν
Κόρινθο, αὐλικοὶ προφανῶς τῆς αὐλῆς τοῦ
Νέρωνος οἱ ἀνώνυμοι Χριστιανοὶ τῆς Ῥώμης ποὺ
δηλώνονται μὲ τὶς ἐκφράσεις οἱ ἐκ τῶν Ναρκίσσου οἱ ὄντες ἐν Κυρίῳ (Ῥω 16,11) καὶ ἀσπάζονται
ὑμᾶς… οἱ ἐκ τῆς
Καίσαρος οἰκίας (Φι 4,22). οἱ ἀπόστολοι ὅμως καὶ οἱ
περισσότεροι ἀπὸ τοὺς συνεργάτες των ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι
τοῦ λαοῦ. γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος
γράφει στοὺς Κορινθίους∙ Βλέπετε τὴν κλῆσιν ὑμῶν (τὴ
Χριστιανωσύνη), ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοὶ ( = μὲ ὑψηλὴ κοινωνικὴ θέσι),
οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς (= ἀριστοκρατικῆς
καταγωγῆς), ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ θεὸς ( =τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ ἀγραμμάτους),
ἵνα
τοὺς
σοφοὺς
καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου (τοὺς χωρὶς ἀξιώματα)
καὶ τὰ ἐξουθενημένα (τοὺς
καταφρονεμένους) ἐξελέξατο ὁ θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα (= αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶναι
τίποτε), ἵνα τὰ ὄντα ( = αὐτοὺς ποὺ εἶναι
κάτι) καταργήσῃ ( = τοὺς κάνῃ ἄκυρους στὸ θέμα τῆς
σωτηρίας), ὅπως
μὴ
καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ (Α΄ Κο
1,26-29).
Στὴν ἡλικία ὁ Κύριος
ἦταν
μόλις 30 ἐτῶν (29 καὶ μιᾶς τοὐλάχιστο
ἡμέρας),
ὅταν
βαπτίστηκε κι ἄρχισε νὰ κηρύττῃ, πρέπει δὲ νὰ
σταυρώθηκε σὲ ἡλικία 32 ἢ τὸ πολὺ 32,5 ἐτῶν.
διότι κήρυξε 3 ἢ 3,5 χρόνια. ὁ βαπτιστὴς Ἰωάννης ἦταν 6 μῆνες
μεγαλείτερος καὶ πρέπει νὰ σφάχτηκε 30 ἐτῶν. οἱ ἀπόστολοι
ἦταν μᾶλλον
μικρότεροι ἀπὸ τὸν Κύριο (20 -27 ἐτῶν ὅταν
κλήθηκαν), φαίνεται δὲ ὅτι κατὰ τὴν ἐπιφοίτησι
τοῦ ἁγίου
Πνεύματος δύο μόνο ἦταν πάνω ἀπὸ 29 ἐτῶν, ὁ Πέτρος
κι ὁ Ἰάκωβος
τοῦ
Ζεβεδαίου∙ γι’ αὐτὸ καὶ μόνο οἱ δυὸ αὐτοὶ μιλοῦν, ἐνῷ οἱ ἄλλοι γιὰ μερικὰ χρόνια
σιωποῦν ἁπλῶς
παριστάμενοι ὡς μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου
καὶ τῆς διδαχῆς του
καὶ τῶν
σημείων του. διότι τότε στὸν ἰουδαϊσμὸ ἦταν ἀδιανόητο
νὰ διδάσκῃ ἕνας ἄντρας
ποὺ δὲν
πάτησε στὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας
του. κι αὐτὴ ἡ πρακτικὴ μεταφυτεύθηκε
στὴν ἐκκλησία,
ὅπου ἀπαγορεύεται
ἡ
χειροτονία ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου κάτω τῶν 30 ἐτῶν. ὁ Παῦλος
πρέπει νὰ ἦταν 10 ἢ 15
χρόνια μικρότερος ἀπὸ τὸν
Πέτρο, οἱ δὲ ἀπόστολοι
καὶ
συνεργοί του, οἱ συναπόδημοι, ἀκόμη μικρότεροι∙ οἱ μὴ
συναπόδημοι ἦταν καὶ μεγαλείτεροί του (Ἀκύλας,
Πρίσκιλλα, Χλόη, Φοίβη κλπ.).
Φαντασιώσεις ἐκτὸς
πραγματικότητος ἐπικρατοῦν σήμερα γιὰ τὴν ἡλικία τῶν
μαθητριῶν τοῦ
Κυρίου, ποὺ λέγονται καὶ
μυροφόρες, καὶ τῶν γυναικῶν συνεργῶν τοῦ
Παύλου, τὶς ὁποῖες τὰ
μυθιστορήματα καὶ τὰ κινηματογραφικὰ
σενάρια καὶ κατ’ ἐπίδρασί τους ἡ λαϊκὴ κοινὴ γνώμη
τὶς
θέλουν νεαρὲς κοπέλλες. ἡ πραγματικότης εἶναι ὅτι σχεδὸν ὅλες ἦταν ἡλικιωμένες
γυναῖκες καὶ
γερόντισσες. ἀπὸ τὶς μαθήτριες τοῦ Κυρίου
ἡ Μαρία
τοῦ Κλωπᾶ ἦταν
συννυφάδα (ἀδελφὴ) τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου
καὶ μητέρα
τῶν ἐξαδέλφων
του Ἰακώβου
τοῦ μικροῦ καὶ Ἰωσῆ. ἡ Σαλώμη
ἦταν
πιθανῶς
μητέρα τῶν μαθητῶν του Ἰακώβου
καὶ Ἰωάννου
τοῦ εὐαγγελιστοῦ. ἡ
σύζυγος τοῦ Χουζᾶ, ὑπουργοῦ (ἐπιτρόπου) τοῦ Ἡρῴδου, Ἰωάννα
πρέπει νὰ ἦταν
συνομήλική τους, καθώς φυσικὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ μητέρα
τοῦ
Κυρίου, καὶ ἡ Σουσάννα. ἡ δὲ Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ
φαίνεται σαφῶς ὡς ἡ μεγαλείτερη καὶ
σεβαστότερη τῆς ὁμάδας τῶν μαθητριῶν καὶ
μυροφόρων. ἀφοῦ οἱ γιοὶ τῶν
μητέρων αὐτῶν ἦταν σχεδὸν 30 ἐτῶν, οἱ ἴδιες
πρέπει νὰ ἦταν
50-60 ἐτῶν, ἡ δὲ Μαρία ἡ
Μαγδαληνὴ 60-70 ἐτῶν. μόνο
οἱ ἀδερφὲς τοῦ
Λαζάρου Μάρθα καὶ Μαρία ἦταν προφανῶς νεαρὲς
κοπέλλες, γι’ αὐτὸ καὶ
διακονοῦν τὸν Κύριο
καὶ τοὺς
μαθητάς του μόνο μέσα στὸ σπίτι τους, ὅταν τοὺς
φιλοξενοῦν ὡς ἐκδρομεῖς –
προσκυνητὰς τῶν Ἰεροσολύμων κατὰ τὶς ἡμέρες
τοῦ πάσχα.
ἐνῷ οἱ
προηγούμενες ἡλικιωμένες καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Κύριο
καὶ τοὺς
μαθητάς του καὶ γιούς των. καθώς φαίνεται, τὸν Κύριο δὲν ἀκολουθοῦσε ποτὲ
γυναίκα κάτω τῶν 60 ἐτῶν. καὶ οἱ
συνεργάτριες τοῦ Παύλου Χλόη καὶ Φοίβη φαίνονται πάνω ἀπὸ 60 ἐτῶν. ἡ Χλόη εἶναι
προφανῶς
μητέρα τῶν 3 ἢ
περισσότερων ἀντρῶν συνεργατῶν τοῦ Παύλου
ποὺ
λέγονται οἱ τῆς Χλόης (Α΄Κο 1,11) ἢ οἶκος τοῦ Στεφανᾶ (Α΄Κο
1,16∙ 16,15). ἡ δὲ Φοίβη ἦταν διάκονος τοῦ Παύλου
στὴν ἐκκλησία
τῶν
Κεγχρεῶν τῆς
Κορίνθου, ἐνῷ ὁ Παῦλος
διδάσκει καὶ γράφει ὅτι ἡ χήρα διάκονος πρέπει νὰ εἶναι στὴν ἡλικία μὴ ἔλαττον ἐτῶν ἑξήκοντα (Α΄Τι 5,9). ὁπωσδήποτε
νομοθετεῖ βάσει
τῆς
πρακτικῆς τοῦ Κυρίου
καὶ τῆς δικής
του πρακτικῆς, ἡ ὁποία στὴ
συνέχεια ἔγινε καὶ πρακτικὴ τῆς ἐκκλησίας,
ποὺ κατὰ τοὺς
κανόνες δεχόταν γυναῖκες διακόνους μόνο 60 ἐτῶν καὶ
πάνω.
Ἐγγράμματοι
ἦταν ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους
καὶ τοὺς
συνεργούς των. ἀπὸ τοὺς 12
μαθητὰς τοῦ Κυρίου
ἐγγράμματος
ἦταν ὁ Ματθαῖος, ποὺ ἔγραψε
καὶ τὸ Εὐαγγέλιο∙
διότι ἦταν
τελώνης γραφείου (Μθ 9,9), ἄρα κάτι σὰ σημερινὸς ἀπόφοιτος
λυκείου ἢ οἰκονομικῆς ἐπιστήμης.
μὲ τὴ
σημερινὴ ὁρολογία
πτυχιοῦχος
θεολογικῆς σχολῆς ἦταν ὁ ἀπόστολος
Παῦλος,
γιατρὸς ὁ Λουκᾶς, τὸ
λιγώτερο ἀπόφοιτος λυκείου ὁ εὐαγγελιστὴς
Μάρκος. πολὺ ἐγγράμματοι φαίνονται κι ὁ Στέφανος
κι ὁ Ἀπολλώς.
ἀπὸ τοὺς
συνεργοὺς τοῦ Παύλου
ὅσοι
κατεῖχαν ἀξιώματα,
ἐξυπακούεται
ὅτι ἦταν καὶ ἐγγράμματοι,
ὅπως
λ.χ. ὁ Ἔραστος ὁ οἰκονόμος
τῆς
πόλεως Κορίνθου (Ῥω 16,23), ποὺ ἦταν καὶ πρωτεύουσα τῆς
Νοτίου Ἑλλάδος (Ἀχαΐας)∙ σὰ νὰ λέμε μὲ
πρωθυπουργὸ πολιτείας τὸν ἀνθύπατο Γαλλίωνα, ὁ Ἔραστος ἦταν ὑπουργὸς οἰκονομικῶν. πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς 24 ἀποστόλους
κι ἀπὸ τοὺς 120
συνεργοὺς ἦταν ὀλιγογράμματοι. παρὰ ταῦτα πρέπει ὅλοι ἀνεξαιρέτως νὰ ἤξεραν τὸ
λιγώτερο καλὴ ἀνάγνωσι, καὶ γι’ αὐτὸ
γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία
Γραφή (Π. Διαθήκη). ἀπὸ τοὺς 8
συγγραφεῖς οἱ 5
γράφουν τὰ βιβλία τους οἱ ἴδιοι (Ματθαῖος,
Μάρκος, Λουκᾶς, Ἰωάννης, Παῦλος) καὶ οἱ 3 ὑπαγορεύουν
σὲ ἄλλους
(Πέτρος, Ἰάκωβος, Ἰούδας)∙ οἱ τελευταῖοι
προφανῶς μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ δὲν τὴν ἔγραφαν
κιόλας. τέλεια ἑλληνικὰ γράφει ὁ Λουκᾶς (Εὐαγγέλιον,
Πράξεις, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἑβραίους).
ἑλληνικὰ ἑλληνογλώσσων
Ἑβραίων
γράφουν οἱ ἄλλοι πλὴν τοῦ Ἰωάννου.
ἑλληνικὰ Ἑβραίου
ποὺ μιλάει
τὴν ἐλληνικὴ μόνο ὡς
δεύτερη καὶ ξένη γλῶσσα γράφει ὁ Ἰωάννης,
ἀδεξιώτερα στὴν Ἀποκάλυψι,
ποὺ τὴ γράφει
πρὶν ζήσῃ ἀνάμεσα
σὲ Ἕλληνες,
καὶ λίγο
καλλίτερα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς Ἐπιστολές
του, ποὺ τὰ γράφει
μετὰ ἀπὸ
παραμονή του ἀνάμεσα σὲ Ἕλληνες.
Ἐπαγγέλματα
οἱ ἀπόστολοι
καὶ οἱ
συνεργοί τους εἶχαν διάφορα. τοὐλάχιστο 7 ἀπὸ τοὺς 12
μαθητὰς τοῦ Κυρίου
ἦταν ψαρᾶδες
(Πέτρος καὶ Ἀνδρέας, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης,
Θωμᾶς,
Ναθαναήλ, καὶ ἄλλος ἕνας (Μθ 4,18 -22∙ Ἰω
21,2-3). ὁ Ματθαῖος, ὅπως εἶπα, ἦταν
τελώνης∙ ὁ Παῦλος ἐκτὸς ἀπὸ ἐπιστήμων
ἦταν καὶ
σκηνοποιός, ὁ Λουκᾶς γιατρός, οἱ Ἀκύλας καὶ
Πρίσκιλλα σκηνοποιοί, ὁ Ἀθηναῖος
Διονύσιος δικαστὴς ἀρεοπαγίτης, ὁ Σίμων ἀπὸ τὴν Ἰόππη
βυρσοδέψης, καὶ ἡ Θυατειρηνὴ Λυδία πορφυρόπωλις, προφανῶς
συνεργάτρια τοῦ ἐμπόρου ἀντρός της. τέλος ὁ
Κύριος, καθὼς εἶναι πασίγνωστο, ἦταν στὸ ἐπάγγελμα
τέκτων, δηλαδὴ
ξυλουργὸς γιὰ στέγες
σπιτιῶν καὶ
κουφώματα. διότι το τέκτων εἶναι
παράγωγο τοῦ τέγω, ποὺ θὰ πῇ
στεγάζω, κάνω στέγες∙ δὲν εἶναι ποτὲ ὁ
ξυλουργὸς τῶν ἐπίπλων.
ὑπενθυμίζω
μόνο τοὺς ἐπισήμους
ἀξιωματούχους
Σέργιο Παῦλο, Θεόφιλο, Ἔραστο, Βλάστο, Μαναήν, καὶ Χουζᾶ. ὁ
Φιλήμων κι ὁ Νυμφᾶς ἦταν δυὸ
πλούσιοι Κολοσσαεῖς ποὺ εἶχαν
σπίτια τόσο μεγάλα, ὥστε σ’ αὐτὰ νὰ ἐκκλησιάζουν
οἱ
Χριστιανοὶ τῆς πόλεώς των (Κλ 4,15∙ Φλμ, 2)∙ διότι οἱ ἀρχαῖοι
Χριστιανοὶ δὲν εἶχαν ναούς∙ ἐκκλησίαζαν
σὲ σπίτια
ἢ σὲ κτήρια
ποικίλης χρήσεως, τὰ ὁποῖα
νοίκιαζαν. ἕνα
τέτοιο ἦταν ἡ σχολὴ κάποιου μὴ
Χριστιανοῦ Ἐφεσίου ποὺ λεγόταν Τύραννος (Πρξ 19,9).
Τόσο ὁ Κύριος
ὅσο καὶ ὅλοι ὅσοι
κατονομάζονται μέσα στὴν Κ. Διαθήκη, καὶ φυσικὰ καὶ οἱ ἀπόστολοι
καὶ οἱ
συνεργοί των γνώριζαν καὶ μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ποὺ εἶχε
διαδοθῇ ἀπὸ τὸ Μ. Ἀλέξανδρο
καὶ τοὺς
Μακεδόνες σ’ ὅλη τὴν ἀνατολικὴ λεκάνη
τῆς
Μεσογείου Θαλάσσης καὶ στὴν πιὸ πέρα Ἀσιατικὴ Ἀνατολὴ μέχρι
τὴν Ἰνδία. τὸ
φαινόμενο ἔμοιαζε μὲ τὸ σημερινὸ
φαινόμενο, τὸ ὅτι πολλοὶ Ἀσιατικοί, Ἀφρικανικοί,
κι Ἀμερικανικοὶ λαοὶ μιλοῦν τὴν ἀγγλικὴ καὶ θὰ τὴ μιλοῦν γιὰ πολλοὺς αἰῶνες μετὰ τὴν
κατάρρευσι τῆς Βρεττανικῆς αὐτοκρατορίας ἢ καὶ γιὰ πάντα.
γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Κ.
Διαθήκη γράφτηκε ὁλόκληρη στὴν ἑλληνική
(δὲν ἀληθεύει
ὅτι τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον
εἶχε γραφῆ πρῶτα στὴν ἑβραϊκή)∙
ἀκόμη κι
ὅταν
μερικὰ βιβλία
της ἀπευθύνονται
πρὸς Ἑβραίους,
πρὸς Ῥωμαίους,
πρὸς
Γαλάτας. οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἦταν Ἑβραῖοι τῆς
Παλαιστίνης μιλοῦσαν καὶ τὴν ἑβραϊκὴ γλῶσσα ὡς
μητρική. ἐλάχιστοι πρέπει νὰ μιλοῦσαν καὶ τὴ
λατινική. οἱ
Χριστιανοὶ τῆς Ῥώμης ἦταν Ἕλληνες
καὶ ἄλλοι∙ ὄχι Λατῖνοι.
Αὐτὰ γιὰ τὴ μορφή,
τὴν ἐμφάνισι,
καὶ μερικὰ ἄλλα κατὰ κόσμον
στοιχεῖα τῶν
βιβλικῶν
προσώπων.
Τὸ
φρόνημα ποὺ πρυτανεύει στὴν Κ. Διαθήκη εἶναι ὅτι τὰ
σωματικὰ χαρακτηριστικὰ δὲν ἔχουν
καμμιὰ ἀπολύτως
σημασία στὴ διακονία τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος, τὰ δὲ ἄλλα κατὰ κόσμον
στοιχεῖα (ἰθαγένεια,
ἡλικία, ὑγεία,
γραμματομάθεια, γλῶσσες) ἔχουν κάποια σημασία, ἀλλ’ ὄχι
μεγάλη. γι’ αὐτὸ καὶ γιὰ τέτοια
στοιχεῖα δίνει
κάποιες πληροφορίες, ἐνῷ γιὰ
σωματικὰ
χαρακτηριστικὰ δὲν δίνει ἀπολύτως καμμία πληροφορία. ἡ Π.
Διαθήκη δίνει πληροφορίες καὶ γι’ αὐτά, διότι ἐκείνη εἶναι
νόμος ἐγκόσμιος,
ἐνῷ ἡ Κ.
Διαθήκη εἶναι νόμος ἀποκλειστικὰ πνευματικός.
Ἡ
μελέτη αὐτὴ
(«ΜΕΛΕΤΕΣ» τ.12 – ΜΑΡΤΙΟΣ 2013) πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1993 στὸ
περιοδικὸ
«Σάλπιγξ Ὀρθοδοξίας», σὲ 6 συνέχειες, τεύχη 280 -1∙
283∙ 286 – 7∙ 289. καὶ τὸ 1994 ἀνατυπώθηκε
καὶ
κυκλοφόρησε σὲ
ἰδιαίτερο
ἑνιαῖο τεῦχος.